πολύλεκτος
From LSJ
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
English (LSJ)
ον, A requiring full discussion, ζήτησις Zos.Alch.p.107 B.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που απαιτεί διεξοδική συζήτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + λεκτός (< λέγω) πρβλ. δύσ-λεκτος].