πολύυγρος
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ον, A containing much fluid, Dsc.5.99.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εμπεριέχει πολύ υγρό, μεγάλη ποσότητα υγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὑγρός.