πολύυγρος
From LSJ
Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort
English (LSJ)
πολύυγρον, containing much fluid, Dsc.5.99.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που εμπεριέχει πολύ υγρό, μεγάλη ποσότητα υγρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὑγρός.