πολύχηλος
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
ον, A with divided hoof, opp. μονώνυχος, Ph.2.353.
Greek (Liddell-Scott)
πολύχηλος: -ον, ἔχων πολλὰς χηλάς, Φίλων ΙΙ. 353, 40.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλές χηλές, πολλές οπλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρό-χηλος].