πραΰθυμος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Full diacritics: πρᾱΰθῡμος | Medium diacritics: πραΰθυμος | Low diacritics: πραΰθυμος | Capitals: ΠΡΑΫΘΥΜΟΣ |
Transliteration A: praǘthymos | Transliteration B: prauthymos | Transliteration C: praythymos | Beta Code: prau/+qumos |
ον, A of gentle mind, LXX Pr.14.30.
[Seite 696] sanftes Sinnes, erst Sp.
-ον, Α
πράος, ήμερος στην καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του επιθ. πρᾶος + θυμός (πρβλ. βαρύ-θυμος)].