προσαφής

From LSJ
Revision as of 21:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰφής Medium diacritics: προσαφής Low diacritics: προσαφής Capitals: ΠΡΟΣΑΦΗΣ
Transliteration A: prosaphḗs Transliteration B: prosaphēs Transliteration C: prosafis Beta Code: prosafh/s

English (LSJ)

ές, A touching upon, in communication with, π. [τῇ κοιλίῃ] ὁ στόμαχος Hp.Morb.4.56.

German (Pape)

[Seite 753] ές, daranrührend, daranstoßend, angränzend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰφής: -ές, ὁ προσαπτόμενος, ἐγγύς, πλησίον, ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος Ἱππ. 514. 38.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έρχεται σε επαφή με κάτι άλλο («ὅτι προσαφὴς αὐτῷ ἐστιν ὁ στόμαχος τοῦ ἀνθρώπου ἀεὶ χάσκων», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -αφής (ἀφή), πρβλ. συν-αφής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσαφής -ές [προσάπτω] aangrenzend.