προσηλυτεύω
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
A live in a place as a stranger, ἐν τῷ Ἰσραήλ LXXEz.14.7.
German (Pape)
[Seite 764] als Fremdling an einem Orte leben, wohnen, Sp.
Greek Monolingual
ΜΑ προσήλυτος
1. παροικώ, διαμένω σε έναν τόπο ως ξένος («τῶν προσηλυτευόντων ἐν τῷ Ισραήλ», ΠΔ).