ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Full diacritics: πόκες | Medium diacritics: πόκες | Low diacritics: πόκες | Capitals: ΠΟΚΕΣ |
Transliteration A: pókes | Transliteration B: pokes | Transliteration C: pokes | Beta Code: po/kes |
αἱ, and πόκη, ἡ, A v. πόκος ΙΙ.
[Seite 653] u. πόκη, ἡ, s. πόκος.
πόκες: -αἱ, καὶ πόκη, ἡ, ἴδε πόκος ΙΙ.
και πόκαι, αἱ, Α
βλ. πόκος.
πόκες: αἱ, βλ. πόκος II.