σιτοκόπτης

From LSJ
Revision as of 09:14, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοκόπτης Medium diacritics: σιτοκόπτης Low diacritics: σιτοκόπτης Capitals: ΣΙΤΟΚΟΠΤΗΣ
Transliteration A: sitokóptēs Transliteration B: sitokoptēs Transliteration C: sitokoptis Beta Code: sitoko/pths

English (LSJ)

λίθος, stone A for pounding corn, BGU 405.7 (iv A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

σιτοκόπτης: -ου, ὁ, ὁ κόπτων, ἀλέθων τὸν σῖτον, Πάπυρος Βερολίνου 401, 10 (a 618 σ. C).

Greek Monolingual

ὁ, Α
φρ. «σιτοκόπτης λίθος» — η μυλόπετρα πάπ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -κόπτης (< κόπτω)].