σκολιόφρων

From LSJ
Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκολῐόφρων Medium diacritics: σκολιόφρων Low diacritics: σκολιόφρων Capitals: ΣΚΟΛΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: skolióphrōn Transliteration B: skoliophrōn Transliteration C: skoliofron Beta Code: skolio/frwn

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ονος, (φρήν) A of crooked mind, Hp.Ep.17; cf. σκολιόβουλος.

German (Pape)

[Seite 902] ὁ, ἡ, krummes, tückisches Sinnes; Schol. Pind. I. 3, 7; Nonn.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιόφρων: -ον, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ σκολιὸς τὰς φρένας, τὸν νοῦν, Ἱππ. 1283. 35, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 8. 128, κτλ.· πρβλ. σκολιόβουλος.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που κάνει διεστραμμένες σκέψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ποικιλό-φρων].