σκόπιμος

From LSJ
Revision as of 09:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκόπιμος Medium diacritics: σκόπιμος Low diacritics: σκόπιμος Capitals: ΣΚΟΠΙΜΟΣ
Transliteration A: skópimos Transliteration B: skopimos Transliteration C: skopimos Beta Code: sko/pimos

English (LSJ)

ον, (A σκοπός ΙΙ) suitable to a purpose, Iamb.Comm. Math.7, Procl. in Alc.p.9 C., in Prm.p.487 S., Simp. in Ph.882.2 (all Sup.).

German (Pape)

[Seite 903] zum Ziele gehörig, zum Ziele führend, dah. zweckmäßig, τέλος σκοπιμώτατον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκόπιμος: -ον, (σκοπὸς) ὁ ἁρμόδιος πρός τινα σκοπόν, Εὐστ. Πονημάτ. 13. 28, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο / σκόπιμος, -ον, ΝΜΑ σκοπός (II)]
αυτός που εξυπηρετεί έναν σκοπό, αυτός που συμβάλλει σε κάτι
νεοελλ.
αυτός που γίνεται από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, προμελετημένος («ήταν σκόπιμη η σιωπή του»).
επίρρ...
σκοπίμως και σκόπιμα Ν
1. από πρόθεση, επίτηδες, με σκοπιμότητα («σκόπιμα έλειψε από την συνεδρίαση»)
2. για την εξυπηρέτηση ενός απώτερου σκοπού («η κυβέρνηση σκόπιμα ανέβαλε τη λήψη απόφασης για τον έλεγχο τών τιμών»).