σακκώνυμος

From LSJ
Revision as of 08:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκώνυμος Medium diacritics: σακκώνυμος Low diacritics: σακκώνυμος Capitals: ΣΑΚΚΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: sakkṓnymos Transliteration B: sakkōnymos Transliteration C: sakkonymos Beta Code: sakkw/numos

English (LSJ)

ον, A named from a sack, Sch.Lyc.183.

Greek (Liddell-Scott)

σακκώνυμος: -ον, ὁ λαβὼν τὸ ὄνομα ἐκ σάκκου, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 183.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου το όνομα προέρχεται από την λέξη σάκκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πτερ-ώνυμος].