στρεβλωτήριος

From LSJ
Revision as of 17:51, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεβλωτήριος Medium diacritics: στρεβλωτήριος Low diacritics: στρεβλωτήριος Capitals: ΣΤΡΕΒΛΩΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: streblōtḗrios Transliteration B: streblōtērios Transliteration C: strevlotirios Beta Code: streblwth/rios

English (LSJ)

α, ον, A racking, torturing, Hsch. s.v. λυγῶδες: στρεβλωτήριον, τό, rack, LXX 4 Ma.8.13.

German (Pape)

[Seite 953] folternd, marternd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλωτήριος: -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. λύγος· - στρεβλωτήριον, τό, βασανιστήριον, στρέβλη, Ἰωσήπ. Μακκ. 8.

Greek Monolingual

-α, -ο / στρεβλωτήριος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το στρεβλωτήριο
η στρέβλη
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που βασανίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλῶ + επίθημα -τήριος (πρβλ. ἀναστομω-τήριος)].