συμπαραπίπτω
From LSJ
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
English (LSJ)
A occur to, θεωρήματα οὔπω ἡμῖν συμπαραπεπτωκότα prob. in Archim.Eratosth. p.430H.
Greek (Liddell-Scott)
συμπαραπίπτω: ὁμοῦ συμπίπτω, συμβαίνω, Παλλαδ. Λαυσ. σ. 137Β.
Greek Monolingual
Α
συμβαίνω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραπίπτω «συμβαίνω»].
Greek Monolingual
Α
συμβαίνω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παραπίπτω «συμβαίνω»].