συμμολύνω
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
English (LSJ)
[ῡ], A defile or disgrace together, ἑαυτὸν καὶ τὴν αἵρεσιν Phld.Herc.1289p.60V.:—Pass., LXX Da.1.8, Iamb.Comm.Math.4.
German (Pape)
[Seite 983] mit od. zugleich beflecken, besudeln, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμμολύνω: [ῡ], μολύνω ἐπίσης, ἐν τῷ παθ., ἵνα μὴ συμμολυνθῇ τῷ Ἀρείῳ Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 722Β.
Greek Monolingual
Α μολύνω
μολύνω από κοινού ή μολύνω επίσης.