σφραγιστήρ

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφρᾱγιστήρ Medium diacritics: σφραγιστήρ Low diacritics: σφραγιστήρ Capitals: ΣΦΡΑΓΙΣΤΗΡ
Transliteration A: sphragistḗr Transliteration B: sphragistēr Transliteration C: sfragistir Beta Code: sfragisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A sealer, i.e. sealring, signet, Nicom.Ar.1.23, D.L.7.50.

German (Pape)

[Seite 1052] ῆρος, ὁ, der Siegler, der Siegelring (?).

Greek (Liddell-Scott)

σφρᾱγιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σφραγίζων, δηλ. δακτύλιος μετὰ σφραγιδολίθου, σφραγίς, Διοκλῆς παρὰ Διογ. Λ. 7. 50. - Ἐπίθ., σφρ. λίθος, ὁ λίθος δακτυλίου χρησιμεύοντος ὡς σφραγῖδος, Πλανούδ. Ὀβιδ. Μετ. 9. 565.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, ΜΑ
μσν.
ως επίθ. αυτός με τον οποίο σφραγίζεται κάτι («σφραγιστῆρι λίθῳ... σφραγίζει πιέσασα», Πλαν.)
αρχ.
δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφραγίζω + επίθημα -τὴρ (πρβλ. κομισ-τήρ, σωφρονισ-τήρ)].

Russian (Dvoretsky)

σφρᾱγιστήρ: ῆρος ὁ перстень с печатью, печатка Diog. L.