φοινάς

From LSJ
Revision as of 14:25, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινάς Medium diacritics: φοινάς Low diacritics: φοινάς Capitals: ΦΟΙΝΑΣ
Transliteration A: phoinás Transliteration B: phoinas Transliteration C: foinas Beta Code: foina/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, A = ἐρυσίβη, Theognost.Can.25.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
μύκητας τών φυτών και τών καρπών που προσβάλλει κυρίως το σιτάρι και το κριθάρι, η ερυσίβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοινός «κόκκινος» + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. γυμν-άς, νωθρ-άς)].