χερσονομή
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ἡ, in plural, A waste land used as pasture, PTeb.74.22 (ii B.C., prob.), Sammelb.5172.5.
Greek Monolingual
ἡ, Α
στον πληθ. αἱ χερσονομαί
ακαλλιέργητες εκτάσεις που χρησιμοποιούνται για βοσκή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + νομή.