χοιράφιος
From LSJ
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
English (LSJ)
ὁ, A farrow, PFlor.148.4,7 (iii A. D.).
Greek Monolingual
ὁ, και χοιράφιον, τὸ, Α
1. (το αρσ.) αυλάκι
2. (το ουδ.) χοιρίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + υποκορ. κατάλ. -άφιον (πρβλ. θηρ-άφιον). Για τη σημασία της λ. «αυλάκι» πρβλ. πιθ. και τα λατ. porca «κομμάτι γης μεταξύ τών αυλακιών»: porcus «χοίρος»].