ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
Full diacritics: ψηλᾰφίζω | Medium diacritics: ψηλαφίζω | Low diacritics: ψηλαφίζω | Capitals: ΨΗΛΑΦΙΖΩ |
Transliteration A: psēlaphízō | Transliteration B: psēlaphizō | Transliteration C: psilafizo | Beta Code: yhlafi/zw |
A = ψηλαφάω, Anaxil.44.
[Seite 1397] = ψηλαφάω, Anaxil. bei Suid.
ψηλᾰφίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, = ψηλαφάω, Ἀναξίλας ἐν Ἀδήλ. 12.
ΝΑ
ψηλαφώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλαφῶ, κατά τα ρ. σε -ίζω].