γείσωμα

From LSJ
Revision as of 20:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γείσωμα Medium diacritics: γείσωμα Low diacritics: γείσωμα Capitals: ΓΕΙΣΩΜΑ
Transliteration A: geísōma Transliteration B: geisōma Transliteration C: geisoma Beta Code: gei/swma

English (LSJ)

ατος, τό, A pent-house, Poll.1.76.

German (Pape)

[Seite 478] od. γείσσωμα, τό, = γεῖσον, Schutzdach, Arist. part. an. 2, 15; Poll. 1, 76.

Greek (Liddell-Scott)

γείσωμα: τό, στέγασμα προέχον (πρβλ. ἀπογεισ-), διάφ. γραφ. ἐν Ἀριστ. Ζῴ Μ. 2. 15, 1, Πολυδ. Α΄, 76.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
arq. saliente, entablamento τὸ δὲ προῦχον τοῦ ὑπερθυρίου ... γεισώματα Poll.1.76, cf. 120, Syria 17.1936.260.7 (Palmira III d.C.).

Greek Monolingual

το (AM γείσωμα) γείσον
το γείσο
νεοελλ.
οριζόντια σανίδα στηριγμένη κάθετα στον τοίχο, ράφι.