γηροτροφία

From LSJ
Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηροτροφία Medium diacritics: γηροτροφία Low diacritics: γηροτροφία Capitals: ΓΗΡΟΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: gērotrophía Transliteration B: gērotrophia Transliteration C: girotrofia Beta Code: ghrotrofi/a

English (LSJ)

ἡ, A = care of the aged, γηροβοσκία, Antipho Soph.66, PFlor.382.39 (iii A. D.); τὰς γ. ἀποτίνειν Plu.2.579e.

Greek (Liddell-Scott)

γηροτροφία: ἡ, = γηροβοσκία, Πλούτ. 2. 579Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. γηροβοσκία.
Étymologie: γηροτρόφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cuidado, atención en la vejez, seguridad para la vejez γ. γὰρ προσέοικε παιδοτροφίᾳ Antipho Soph.B 66, τὰς Λυσίδος γηροτροφίας ἀποτίνειν Plu.2.579e, cf. PFlor.382.39 (III d.C.).

Greek Monolingual

γηροτροφία, η (Α) γηροτρόφος
γηροβοσκία.

Russian (Dvoretsky)

γηροτροφία: ἡ Plut. = γηροβοσκία.