Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δειματοσταγής

From LSJ
Revision as of 11:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειμᾰτοστᾰγής Medium diacritics: δειματοσταγής Low diacritics: δειματοσταγής Capitals: ΔΕΙΜΑΤΟΣΤΑΓΗΣ
Transliteration A: deimatostagḗs Transliteration B: deimatostagēs Transliteration C: deimatostagis Beta Code: deimatostagh/s

English (LSJ)

ές, (στάζω) A reeking with horror, A.Ch.842 (leg. αἱματοσταγές).

Greek (Liddell-Scott)

δειμᾰτοστᾰγής: -ές, (στάζω) στάζων τρόμον, πλήρης τρόμου, Αἰσχύλ. Χο. 842· ἀλλ’ οἱ πλεῖστοι τῶν ἐκδοτῶν ἀπεδέξαντο τὴν τοῦ Stanley διόρθωσιν αἱματοσταγές.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
litt. qui distille la frayeur, càd terrible.
Étymologie: δεῖμα, στάζω.

Greek Monolingual

δειγματοσταγής, -ές (Α)
φρ. «ἄχθος δειματοσταγές» — βάρος που προκαλεί τρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δείμα (-τος) + -σταγής < στάζω.

Russian (Dvoretsky)

δειμᾰτοστᾰγής: пронизывающий страхом, ужасающий (ἄχθος Aesch. - v.l. αἱματοσταγής).