διανοητής
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who thinks, gloss on φρόνιμος, Hsch.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ que piensa, inteligente glos. a φρόνιμος Hsch.
Greek Monolingual
ο (Α διανοητής) διανοούμαι
διανοούμενος, στοχαστής
αρχ.
ο φρόνιμος, ο συνετός.