Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δικάρδιος

From LSJ
Revision as of 09:45, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκάρδιος Medium diacritics: δικάρδιος Low diacritics: δικάρδιος Capitals: ΔΙΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: dikárdios Transliteration B: dikardios Transliteration C: dikardios Beta Code: dika/rdios

English (LSJ)

ον, A with two hearts, Ar.Byz.Epit.28.16, Ael.NA11.40; τὸ δ. a kind of lettuce, Gp.12.1.2.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκάρδιος: -ον, ὁ δύο ἔχων καρδίας, πέρδικες οἱ Παφλαγόνες δικάρδιοί εἰσι Αἰλ. π.Ζ. 11.40· -τὸ δ., εἶδος θρίδακος (μαρουλίου), Γεωπ. 12.1,3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a deux cœurs.
Étymologie: δίς, καρδία.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): tard. δικάρδις Gp.12.1.2
1de dos corazones πέρδικες Thphr. en Ael.NA 11.40, cf. Ar.Byz.Epit.28.16.
2 subst. τὸ δ. bot., una variedad de lechuga, Gp.l.c.

Greek Monolingual

δικάρδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο καρδιές («πέρδικες δικάρδιοι»)
2. το ουδ. ως ουσ. το δικάρδιον
είδος μαρουλιού.