δρεπτός
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
ή, όν, A plucked: δρεπτόν, a name for a kiss, TeleclId.13.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπτός: -ή, -όν, (δρέπω) ὃν ἔδρεψέ τις, δρεπτόν, εἶδος φιλήματος, ἁρπακτόν, Τηλεκλείδ. Ἀψευδ. 3 (Ἡσύχ.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
recolectado, cosechado Hsch.s.u. δροπά, EM 287.27G.
•arrancado, fig. robado subst. τὸ δρεπτόν cierto tipo de beso Telecl.14, cf. Paus.Gr.μ 5.