διόπτευσις
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
εως, ἡ, A examination with the διόπτρα, Ptol.Alm.5.1, al.
Greek (Liddell-Scott)
διόπτευσις: -εως, ἡ, ἀκριβὴς παρατήρησις, Πτολεμ. Almag. σ. 109, 6.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
observación mediante un instrumento de precisión ὅπως ἅμα τῇ τοῦ ἡλίου ... διοπτεύσει καὶ ἡ σελήνη ... διοπτεύηται Ptol.Alm.5.1, cf. Heph.Astr.2.2.2.