δυσανάκριτος
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ον, A hard to determine: poet. δῠσανα-άγκρῐτος, πόνοι A.Supp.126 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάκρῐτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀνακρινόμενος ἢ ἐξεταζόμενος, δυσδιάγνωστος, ποιητ. δυσάγκριτος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 126.
Greek Monolingual
δυσανάκριτος, -ον και δυσάγκριτος, -ον (Α)
αυτός που καθορίζεται δύσκολα, δυσδιάγνωστος.