καλαμοκόπιον
From LSJ
οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
English (LSJ)
τό, A reed-bed for cutting, Gp. 2.6.31.
German (Pape)
[Seite 1307] τό, ein ausgeschnittenes Röhricht, Geopon.
Greek Monolingual
καλαμοκόπιον, τὸ (Μ)
καλαμιώνας για κόψιμο καλαμιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -κόπιον (< κόπτω), πρβλ. χορτο-κόπιον].