καρτάλαμον
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
τό, A = περίζωμα, Lyd.Mag.2.13:—Dim. καρρ-άμιον, τό, = fiscella, Gloss.
Greek Monolingual
καρτάλαμον, τὸ (Α)
περίζωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. κάρταλ(λ)ος].