καταστείχω
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
aor. 2 -έστῐχον, A = κατέρχομαι, AP9.298 (Antiphil.); return from exile, IG22.1113.12.
Greek (Liddell-Scott)
καταστείχω: μέλλ. -ξω, = κατέρχομαι, εἰς ἄστυ κατέστιχον Ἀνθ. Π. 9. 298· τινός, καταστείχοντι κελεύθου, ἐξ ὁδοῦ, Νόνν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. 4. 230, καὶ ἐν Ἐπιγρ. CIA. III, 44. 12.
Greek Monolingual
καταστείχω (Α)
1. κατέρχομαι, κατεβαίνω
2. επιστρέφω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].
Greek Monotonic
καταστείχω: μέλ. -ξω = κατέρχομαι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
καταστείχω: (aor. 2 κατέστῐχον) возвращаться (εἰς ἄστυ Anth.).
Middle Liddell
fut. ξω = κατέρχομαι, Anth.]