καταπνοή

From LSJ
Revision as of 11:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπνοή Medium diacritics: καταπνοή Low diacritics: καταπνοή Capitals: ΚΑΤΑΠΝΟΗ
Transliteration A: katapnoḗ Transliteration B: katapnoē Transliteration C: katapnoi Beta Code: katapnoh/

English (LSJ)

ἡ, A blowing, ἀνέμων Pi.P.5.121 codd. κατά-πνοος, ον, contr. κατά-πνους, ουν, blown upon, Poll.1.240.

German (Pape)

[Seite 1371] ἡ, das Anhauchen, ἀνέμων Pind. P. 5, 121.

Greek (Liddell-Scott)

καταπνοή: ἡ, φύσημα, ἀνέμων Πινδ. Π. 5. 162.

Greek Monolingual

καταπνοή, ἡ (Α) καταπνέω
το φύσημα («ἀνέμων καταπνοά», Πίνδ.).

Greek Monotonic

καταπνοή: ἡ (καταπνέω), φύσημα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

καταπνοή: дор. καταπνοά ἡ дыхание, веяние (ἀνέμων Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-πνοή -ῆς, ἡ, Dor. καταπνοά, adem.

Middle Liddell

καταπνοή, ἡ, καταπνέω
a blowing, Pind.