κεδρίτης

From LSJ
Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεδρίτης Medium diacritics: κεδρίτης Low diacritics: κεδρίτης Capitals: ΚΕΔΡΙΤΗΣ
Transliteration A: kedrítēs Transliteration B: kedritēs Transliteration C: kedritis Beta Code: kedri/ths

English (LSJ)

[ῑ] οἶνος, ὁ, Wine A flavoured with κεδρία, Dsc.5.37.

German (Pape)

[Seite 1411] οἶνος, mit der Frucht der Ceder abgezogener Wein, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κεδρίτης: οἶνος, ῑ, ὁ, οἶνος παρεσκευασμένος ἐκ κεδρίων ἢ κέδρων, Διοσκ. 5. 57.

Greek Monolingual

κεδρίτης, ὁ (Α) κέδρος
φρ. «κεδρίτης οἶνος» — κρασί παρασκευασμένο με ρητίνη ή έλαιο κεδρελάτης.