κεφαλόβρωτος
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
ον, A eaten away at the top, (βιβλία) Arch.Pap.6.101 (ii A.D.).
Greek Monolingual
κεφαλόθρωτος, -ον (Α)
πάπ. (για βιβλία) ο φαγωμένος στην κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώγω»), πρβλ. ημίβρωτος, καρπόβρωτος].