κοκκυγέα
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ἡ, A wig-tree, Rhus cotinus, cj. in Thphr.HP3.16.6, cf. Plin.HN13.121:—but κοκκυγία· ἀνεμώνη (Croton.), Hsch.
German (Pape)
[Seite 1471] ἡ, ein Baum, der zum Rothfärben diente u. eine mit Wolle umgebene Frucht trug, eine Art Sumach; Theophr. u. Hesych., der davon auch die Verbalform κεκοκκυγωμένην anführt u. erkl. κεχρισμένην χρώματι κοκκυγίνῳ.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκυγέα: ἡ, δένδρον χρησιμεῦον πρὸς κοκκίνην βαφήν, ἔχον τὸν καρπὸν ἐν χνοώδει θήκῃ, ἴσως τὸ rhus cotinus Λινν., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 6· coccygia Πλίν. 13. 41.
Greek Monolingual
κοκκυγέα, ἡ (Α) κόκκυξ
δένδρο με χνουδωτό καρπό μέσα σε θήκη, το οποίο χρησίμευε για κόκκινη βαφή, ίσως το τοξικό είδος ρους ο κότινος.