κοκκυγέα

From LSJ
Revision as of 12:51, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκυγέα Medium diacritics: κοκκυγέα Low diacritics: κοκκυγέα Capitals: ΚΟΚΚΥΓΕΑ
Transliteration A: kokkygéa Transliteration B: kokkygea Transliteration C: kokkygea Beta Code: kokkuge/a

English (LSJ)

ἡ, A wig-tree, Rhus cotinus, cj. in Thphr.HP3.16.6, cf. Plin.HN13.121:—but κοκκυγία· ἀνεμώνη (Croton.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1471] ἡ, ein Baum, der zum Rothfärben diente u. eine mit Wolle umgebene Frucht trug, eine Art Sumach; Theophr. u. Hesych., der davon auch die Verbalform κεκοκκυγωμένην anführt u. erkl. κεχρισμένην χρώματι κοκκυγίνῳ.

Greek (Liddell-Scott)

κοκκυγέα: ἡ, δένδρον χρησιμεῦον πρὸς κοκκίνην βαφήν, ἔχον τὸν καρπὸν ἐν χνοώδει θήκῃ, ἴσως τὸ rhus cotinus Λινν., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 16, 6· coccygia Πλίν. 13. 41.

Greek Monolingual

κοκκυγέα, ἡ (Α) κόκκυξ
δένδρο με χνουδωτό καρπό μέσα σε θήκη, το οποίο χρησίμευε για κόκκινη βαφή, ίσως το τοξικό είδος ρους ο κότινος.