κνωδακοφύλαξ
From LSJ
Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur
English (LSJ)
[ῠ], ακος, ὁ, A warder of the pivot of the celestial sphere, PMag.Par.1.678 (pl.).
Spanish
Greek Monolingual
κνωδακοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
ο φύλακας του άξονα της ουράνιας σφαίρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνώδαξ, -ακ-ος + φύλαξ (πρβλ. θησαυροφύλαξ, νυκτοφύλαξ)].