κρατυντήριος

From LSJ
Revision as of 18:37, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρᾰτυντήριος Medium diacritics: κρατυντήριος Low diacritics: κρατυντήριος Capitals: ΚΡΑΤΥΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: kratyntḗrios Transliteration B: kratyntērios Transliteration C: kratyntirios Beta Code: kratunth/rios

English (LSJ)

α, ον, A strengthening, making firm, Hp.Mul.1.78; κρατυντήρια, τά, title of work of Democritus in support of his doctrines, S.E.M.7.136, D.L.9.47, Suid.; κρατυντήρια· κατισχύοντα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰτυντήριος: -α, -ον, ἐνισχύων, κρατύνων, Ἱππ. 628. 17· κρατυντήρια, τά, ἔργον τοῦ Δημοκρίτου, δι’ οὗ ὑπεστήριζε τὰ δόγματα αὐτοῦ, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 136, Διογ. Λ. 9. 47, Σουΐδ.

Greek Monolingual

κρατυντήριος, -ία, -ον (Α)
1. ικανός ή κατάλληλος να ισχυροποιεί, δυναμωτικόςκρατυντήριος κλισμός», Ιπποκρ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Κρατυντήρια
τίτλος έργου του Δημοκρίτου, στο οποίο ο φιλόσοφος ανέλυε τη διδασκαλία του
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ κατισχύων», ο νικητής. ( [ΕΤΥΜΟΛ.: < κρατύνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. αμυντήριος, πλυντήριος)].