κριοφάγος
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A devouring rams, epithet of a divinity, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1510] Widder essend, ein Gott, dem Widder geopfert werden, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑοφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων κριούς, «θεός τις, ᾧ κριοὶ θύονται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κριοφάγος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία θεότητας προς τιμήν της οποίας θυσιάζονταν κριάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -φάγος (< θ. φαγ- (πρβλ. ἐ-φάγ-ην, παθ. αόρ. β' του ἐσθίω)].