εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
Full diacritics: κρᾰτύντωρ | Medium diacritics: κρατύντωρ | Low diacritics: κρατύντωρ | Capitals: ΚΡΑΤΥΝΤΩΡ |
Transliteration A: kratýntōr | Transliteration B: kratyntōr | Transliteration C: kratyntor | Beta Code: kratu/ntwr |
ορος, ὁ, A ruler, controller, πυρός PMag.Leid.W.8.21.
κρατύντωρ, -ορος, ὁ (Α)
πάπ. εξουσιαστής, κυρίαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατύνω + επίθημα -τωρ (πρβλ. αμύντωρ, σημάντωρ)].