λεαντήρ
From LSJ
Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A grinder, i.e. pestle, Antyll. ap. Orib.10.23.14.
German (Pape)
[Seite 21] ῆρος, ὁ, der Glättende, Ebnende, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεαντήρ: ῆρος, ὁ, (λεαίνω) ὁ λεαίνων, ὁ ποιῶν λεῖον διὰ τῆς τριβῆς, τὸ «γουδοχέρι», Ὀρειβάσ. 317, Matth.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
pilon.
Étymologie: λεαίνω.
Greek Monolingual
λεαντήρ, -ῆρος, ό θηλ. λεάντειρα (Α)
βλ. λειαντήρας.