λευκασία

From LSJ
Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκᾰσία Medium diacritics: λευκασία Low diacritics: λευκασία Capitals: ΛΕΥΚΑΣΙΑ
Transliteration A: leukasía Transliteration B: leukasia Transliteration C: lefkasia Beta Code: leukasi/a

English (LSJ)

ἡ, A = λεύκωσις ΙΙ, of artificial pearls, PHolm.3.6.

Greek Monolingual

λευκασία, ἡ (Α)
1. (για τεχνητά διαμάντια ή μαργαριτάρια) λεύκωση
2. δερματική νόσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκαίνω + επίθημα -σία κατά το σχήμα σημαίνω: σημασία.