λεπτόπηνος

From LSJ
Revision as of 18:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόπηνος Medium diacritics: λεπτόπηνος Low diacritics: λεπτόπηνος Capitals: ΛΕΠΤΟΠΗΝΟΣ
Transliteration A: leptópēnos Transliteration B: leptopēnos Transliteration C: leptopinos Beta Code: lepto/phnos

English (LSJ)

ον, (πηνίον) A of fine fabric, ὕφος Eub.67.5 = 84.4; v.l. λεπτόνητος, ον, (νέω) fine-spun, in the latter place (cod. A Ath.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπηνος: -ον, (πηνίον) ὁ λεπτῶς ὑφασμένος, ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 5· διάφ. γραφ. λεπτόνητος, ον, (νέω) λεπτῶς κεκλωσμένος.

Greek Monolingual

λεπτόπηνος, -ον (Α)
λεπτά υφασμένος («ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας... κόρας», Εύβουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -ηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. αβρόπηνος, εύπηνος].