λινοϋφής
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
[ῠ], ές, A weaving linen, EM558.49:—also λῐνόϋφος, ον, AB302, PGiss.40 ii 27 (iii A. D.), Cat.Cod.Astr.8(4).216, etc.; cf. λίνυφος.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοϋφής: [ῠ], ές, Ἐτυμολ. Μέγ. 558. 49· λῐνόϋφος, ον, Α. Β. 302, ὑφαίνων λινᾶ ὑφάσματα. Ἐν τοῖς Γλωσσ. καὶ οὗτος ὁ τύπος καὶ ὁ τύπος λίνυφος ἀπαντᾷ. ‒ Πρβλ. Δουκάγγ.
Greek Monolingual
λινοϋφής, -ές και λινόϋφος, -ον (Α)
υφασμένος με ίνες λιναριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ευυφής, παρυφής].