λιθογράφος

From LSJ
Revision as of 13:56, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθογράφος Medium diacritics: λιθογράφος Low diacritics: λιθογράφος Capitals: ΛΙΘΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: lithográphos Transliteration B: lithographos Transliteration C: lithografos Beta Code: liqogra/fos

English (LSJ)

A v. λιθογλύφος.

Greek Monolingual

ο (Α λιθογράφος)
νεοελλ.
1. ο ειδικός στην τέχνη της λιθογραφίας, ο τεχνίτης που εκτελεί λιθογραφίες
2. μηχάνημα που χρησιμοποιείται για την εκτύπωση λιθογραφιών
αρχ.
(δ. γρφ.) λιθογλύφος.