μείλιξις
From LSJ
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
εως, ἡ, A propitiation, Anon. ap. Suid. s.v. μειλίγμασιν.
Greek (Liddell-Scott)
μείλιξις: ἡ, (μειλίσσω) ἐξιλέωσις, καταπράϋνσις, Σουΐδ. ἐν λ. μειλίγμασιν.
Greek Monolingual
μείλιξις, -εως, ἡ (Α) μειλίσσω
εξιλέωση, καταπράυνση.