μολυβδικός
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
ή, όν, A leaden, Gloss.
German (Pape)
[Seite 200] bleiern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μολυβδικός: -ή, -όν, μολύβδινος, Γλωσσ.
Greek Monolingual
μολυβδικός και μολιβδικός, -ή, -όν (Α) μόλυβδος
μολύβδινος.