λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
Full diacritics: μῠόπτερον | Medium diacritics: μυόπτερον | Low diacritics: μυόπτερον | Capitals: ΜΥΟΠΤΕΡΟΝ |
Transliteration A: myópteron | Transliteration B: myopteron | Transliteration C: myopteron | Beta Code: muo/pteron |
τό, A = θλάσπι, Ps.-Dsc.2.156 (v.l.).
μυόπτερον, τὸ (Α)
το φυτό θλάσπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + πτερόν.