ξενήκουστος

From LSJ
Revision as of 16:23, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενήκουστος Medium diacritics: ξενήκουστος Low diacritics: ξενήκουστος Capitals: ΞΕΝΗΚΟΥΣΤΟΣ
Transliteration A: xenḗkoustos Transliteration B: xenēkoustos Transliteration C: ksenikoustos Beta Code: cenh/koustos

English (LSJ)

ον, A foreign, of words, Hdn.Epim.3.

Greek (Liddell-Scott)

ξενήκουστος: -ον, ξένος εἰς τὴν ἀκοήν, μὴ συνήθης, παράδοξος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 3.

Greek Monolingual

ξενήκουοτος, -ον (Α, Μ ξενάκουστος, -ον)
αυτός που ακούγεται παράξενα, ασυνήθιστος, παράδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀκουστός (< ἀκούω). Το -η- του τ. ξενήκουοτος οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει, πρβλ. ανάκουοτος / ανήκουστος].