νοσεύομαι
From LSJ
Full diacritics: νοσεύομαι | Medium diacritics: νοσεύομαι | Low diacritics: νοσεύομαι | Capitals: ΝΟΣΕΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: noseúomai | Transliteration B: noseuomai | Transliteration C: noseyomai | Beta Code: noseu/omai |
Pass., A to be sickly, [ἔμβρυα] νενοσευμένα Id.Septim.2.
νοσεύομαι: παθ., νοσῶ, εἶμαι νοσηρός, φιλάσθενος, ἔμβρυα νενοσευμένα Ἱππ. 255. 24.
νοσεύομαι (ΑΜ) νόσος
είμαι άρρωστος, νοσώ
μσν.
(για ρούχο) μολύνομαι από αρρώστια.