ἐκπολεμιστής
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A warrior, Hsch. s.v. εἴεω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
guerrero ἐκπολεμιστοῦ νεανίσκου ἀναφώνησις glos. a εἴεο Hsch.
Greek Monolingual
ἐκπολεμιστής,ο (Α)
πολεμιστής.